Τη Μαρία τη γνώρισα πρώτα ως συγγραφέα, λίγο καιρό αφότου είχα γίνει μαμά. Νομίζω ότι το πρώτο βιβλίο της που διάβασα ήταν το «Εκείνα τα Χριστούγεννα ήρθαν τα κάτω πάνω». Και αμέσως μετά το «Μια άλλη μέρα θα νικήσεις εσύ». Δεν ήξερα τίποτα για εκείνη. Μόνο ότι είχε τελειώσει τη Φιλοσοφική και ότι έγραφε υπέροχα. Φρόντισα σταδιακά να προμηθευτώ σχεδόν όλα της τα βιβλία. Έπειτα, τη γνώρισα και από κοντά, σε μια από τις ζεστές συναντήσεις που διοργανώνουν κάθε τόσο οι εκδόσεις Πατάκη στο βιβλιοπωλείο τους στην οδό Ακαδημίας. Με κέρδισε αμέσως, με την απλότητα, με την ευγένεια, με την ποιότητά της. Το τελευταίο της βιβλίο είναι τα «Παπούτσια με φτερά». Ένα μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά, που όμως είναι «κατάλληλο» ή μάλλον απαραίτητο ανάγνωσμα για όλους μας. Με αφορμή αυτό, θέλησα να μιλήσω μαζί της, για όλα. Δεν θέλησα, όμως, να την περιορίσω με ερωτήσεις. Απλά της ζήτησα να μιλήσει για τη Μαρία. Όσο εκείνη αφηγείτο, εγώ μαγευόμουν. Σημείωνα. Σας μεταφέρω τα λόγια της και ελπίζω και την αύρα της.
Γράφω ιστορίες και για να είμαι ειλικρινής πιο πολύ σκέφτομαι με ιστορίες. Από τότε που ήμουνα πολύ μικρή στη Λάρισα οι ιστορίες με έσωσαν. Έκανα συνέχεια σενάρια ευτυχίας και δυστυχίας και τρύπωνα μέσα. Κι έτσι άλλες φορές πετούσα στα σύννεφα κι άλλες φορές κλεινόμουν σε βαθύ πηγάδι. Ιστορίες για τα μικρά και τα μεγάλα. Γιατί ένας καθηγητής με είχε στο μάτι, γιατί μου κακομίλησε κάποιος, γιατί άκουσα τη μαμά μου να λέει ότι «μόνος του πέθανε, χωρίς να έχει να φάει. Κι αυτές οι διπλανές πόρτες δεν άνοιξαν; Δεν άκουσαν;» Τα γιατί φύτρωναν εύκολα και δύσκολα βρίσκανε γιατρειά.
Είχα την τύχη να έχω ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Και πιστεύω ότι εκείνη η ηλικία μάς ακολουθεί πάντα. Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια και θυμάμαι πάντα Κυριακές και γιορτές κάτι τεράστια τραπέζια και τους μεγάλους να λένε ιστορίες με πολλά γέλια και πολλά δάκρυα. Λέω συχνά ότι εμείς βάζαμε πολύ αλάτι και στα φαγητά μας και στις διηγήσεις μας. Κι έτσι όταν ο μπαμπάς μου γυρνούσε από τη δουλειά και το ποδήλατο ακουμπούσε στον τοίχο, μας έλεγε ιστορίες κι εγώ νόμιζα ότι όλα τα απίθανα συμβαίνουν στη μικρή μας πόλη. Όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Οι περισσότεροι φίλοι δεν είχαν καθόλου την ίδια άποψη για την πόλη μας. Είπα στην αρχή ότι ο μπαμπάς μου είναι μεγάλος ψωματάρης μετά όμως κατάλαβα ότι τον αδίκησα. «Τα μάτια μας είναι καθρέφτες» όπως λέει και ο Άρης στην κόρη του τη Ρόζα στα «Παπούτσια με Φτερά» ή όπως μου ψιθύρισε ο κύριος Αλέξης Ασλάνογλου ένα βράδυ στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ανακάλυψα τα ποιήματα του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω και τη φοβερή σχέση με την ποίηση. Μάλλον ανταγωνιστική σχέση έχω. Πίστευα ότι είναι για τους μεγάλους κι εγώ έχω αυτό το καταραμένο σύνδρομο να θεωρώ ότι δεν μεγάλωσα ακόμα. Και να σας εξηγήσω γιατί. Όχι για το ελιξίριο της νεότητας που εγώ φαντασιώνομαι ότι με έχουνε ποτίσει αλλά για τη σχέση μου με την ποίηση. Πρέπει να πάω πάλι πίσω στα παιδικά χρόνια. Στο σπίτι μας εκτός από μένα και την αδελφή μου έμενε και η μεγαλύτερη ξαδέλφη μου καθώς ο πατέρας της, λόγω φρονημάτων, δεν μπορούσε να στεριώσει σ΄ ένα μέρος. Η ξαδέλφη μου λοιπόν τα βράδια μιλούσε με την αδελφή μου
“Εἶναι παλιὸ τὸ λιμάνι, δὲν μπορῶ πιὰ νὰ περιμένω
οὔτε τὸ φίλο ποὺ ἔφυγε στὸ νησὶ μὲ τὰ πεῦκα
οὔτε τὸ φίλο ποὺ ἔφυγε στὸ νησὶ μὲ τὰ πλατάνια
οὔτε τὸ φίλο ποὺ ἔφυγε γιὰ τ᾿ ἀνοιχτά.”
Κάθε φορά που τους παρακαλούσα να πάω μαζί τους γιατί κυρίως φοβόμουνα το σκοτάδι μου έλεγαν ότι είμαι μικρή. Ήμουν μικρή και σίγουρη ότι η ξαδέλφη μου έχει έναν περίεργο αγαπητικό, τον κύριο Σεφέρη, που όλο έφευγε για κάπου αλλού. Τα χρόνια περνούσαν, οι μεταθέσεις του θείου μου δεν είχαν τέλος κι έτσι η ξαδέλφη μου μύησε την αδελφή μου στην ποίηση και μένα σε κάτι αλλοπρόσαλλες ιστορίες από τις οποίες δεν έβγαζα άκρη αλλά μου κάνανε ωραία παρέα πίσω από τη συρταρωτή τζαμένια πόρτα που μας χώριζε κι έτσι μάθαινα από τον κύριο Καβάφη…
«Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία».
Εγώ όμως πάντα βιαζόμουνα να μεγαλώσω και να ανακαλύψω μόνη μου όλο αυτόν τον υπέροχο κόσμο που μου έκανε παρέα τα βράδια. Χρωστάω πολλά στην ξαδέλφη μου και τις απαγγελίες της αν και ακόμα φοβάμαι το σκοτάδι· αλλά η λογοτεχνία είναι εκεί για να με γιατρεύει.
Φάρμακο, λοιπόν, ήταν για μένα η λογοτεχνία και τρόπος να βλέπω τα πράγματα. Και πάντα στεναχωριέμαι όταν τα παιδιά που βιάζονται τόσο δεν έχουν χρόνο να χωρέσουν χάρτινους ήρωες στην ζωή τους. Εμένα με συντρόφευαν πάντα και στα «Παπούτσια με φτερά» πολλοί αγαπημένοι μου είναι κρυμμένοι εκεί μέσα. Ο Βάβελ είναι φτυστός ο Δον Κιχώτης, ο Πάντα ο πιστός του φίλος είναι ο Σάντσο, η Νελ η αγαπημένη μου μικρούλα από το Παλαιοπωλείο του Ντίκενς. Πολύ είχα στεναχωρηθεί που πέθανε τόσο μικρή. Μου φαινόταν άδικο, ώσπου την ξανασυνάντησα στην Πολιτεία του Βυθού. Και ο Ουρσαναμπί, όμως, είναι ο βαρκάρης στο έπος του Γκιλγκαμές. Και τον Μαραμπού, αγαπημένο της νεότητας μου, συνάντησα στην Πολιτεία του Βυθού και το Άλμπατρος που πέταξε από τους στίχους του Μποντλέρ. Με λίγα λόγια, σ΄ αυτό το βιβλίο ζωντάνεψαν φίλοι που έκρυβα μέσα μου. Γιατί η λογοτεχνία πιο πολύ με ποτάμι μού μοιάζει που άλλοτε τρέχει στο φως κι άλλοτε ποτίζει τις σκοτεινές μας ρίζες. Δύσκολο να σχεδιάσεις τη διαδρομή της μέσα μας. Είμαστε παιδιά πολλών δρόμων, πολλών διαδρομών και οι πιο πολλές κοιμούνται μέσα μας κι ίσως ποτέ να μην τις αναγνωρίσουμε. Σαν τον ιστό της αράχνης, συγκοινωνούντα δοχεία, σαν εκείνες τις ρώσικες κουκλίτσες που μας έφερνε η μαμά μου από τα ταξίδια στις ανατολικές χώρες απ΄ όπου γυρνούσε πάντα θυμωμένη και πάντα μαλωμένη με τις φιλενάδες της που ήταν του συντηρητικού χώρου.
“Πού πας, ρε μάνα;” της λέγαμε “αφού τα ταξίδια σε πειράζουν” .
“Δεν με πειράζουν τα ταξίδια, με πειράζουν τα αγύριστα κεφάλια”
Γι΄ αυτό το βιβλίο όλα ξεκίνησαν από την εμμονή του Θάνου (σ.σ. του συζύγου της, του συνθέτη Θάνου Μικρούτσικου) για την κοινωνία την ιδανική, όπου, κατά Μαρξ, ο ψαράς θα γράφει ποιήματα και ο ποιητής θα ψαρεύει. Τον άκουγα να το λέει και να το ξαναλέει και σαν παραμύθι μου φαινότανε. Ύστερα σκέφτηκα ότι πράγματι θα ήταν ωραίο να μπορείς να το πεις σαν παραμύθι στα παιδιά. Ύστερα άρχισα να σκέφτομαι τις Ουτοπίες. Εγώ που πιστεύω στα θαύματα, θα ήθελα να πιστέψω και στο πιο μεγάλο, να υπάρξει κάποτε μια ευτυχισμένη κοινωνία, μια Ουτοπία. Καινούργιο ταξίδι. Άρχισα να σκέφτομαι τις Ουτοπίες. Και αν υπάρχουν γιατί δεν τις ζούμε ποτέ; Για να μη σταματήσουμε να ονειρευόμαστε, σκεφτόμουνα. Αλλά πολύ μετά βρήκα τον Γκαλεάνο που το είπε καλύτερα. Οι ουτοπίες μας βοηθάνε να εμβαθύνουμε.
Η χώρα της Ουτοπίας στην πορεία έγινε Πολιτεία του Βυθού. Σκεφτόμουν ότι για να μπορέσεις να φτάσεις στη δυνατότητα να ονειρεύεσαι έναν τέτοιο δίκαιο κόσμο θα πρέπει πρώτα να εξιχνιάσεις τα σκοτάδια και τα βάθη. Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η ιστορία. Η μικρή Ρόζα μεγαλώνει με τον πατέρα της που είναι ψαράς, αλλά γράφει στα κρυφά ποιήματα, βαφτίζει τα γατιά του με ονόματα ποιητών και συχνά μιλάει με στίχους. Γράφοντας το βιβλίο, ονειρευόμουν να μπορούσε να γίνει αφορμή για να οδηγηθούν οι νεαροί αναγνώστες στην πραγματική ποίηση. Κάθε κεφάλαιο κι ένα ποίημα. Οι στίχοι πολλές φορές μπλέκονται στο κείμενο ή το κοιτούν μόνο από ψηλά, απ΄ τη θέση του τίτλου. Κάθε κεφάλαιο κι ένας στίχος και στο τέλος αντί περιεχομένων υπάρχει ο κατάλογος των ποιημάτων.
Αυτό που προσπάθησα να πω στα «Παπούτσια με φτερά» είναι ότι τα μικρά θαύματα κρύβονται στην κάθε μέρα. Στο πρωί που σηκώνομαι για να ετοιμάσω πρωινό για τα παιδιά, σε ένα πεταχτό φιλί πριν από το σχολείο, στη βόλτα με τη Σίλα μου στον Αρδηττό, στις ώρες στο γραφείο ανάμεσα στις γάτες μου, τον Τσε και τον Αρθούρο, στο απόγευμα με τον γιο μου, στις προπονήσεις και στο τρέξιμο και το βράδυ σ΄ ένα ποτήρι κρασί, στον απολογισμό της ημέρας.
Οι ήρωες του βιβλίου ονειρεύονται πάντα το κάτι παραπάνω. Όλοι τους είναι γήινοι και ονειροπόλοι. Όλοι τους δηλαδή είναι απολύτως φυσιολογικοί. Γιατί για μένα φυσιολογικός δεν είναι αυτός που κοιτάει τη δουλειά του. Όλοι τους είναι απολύτως υγιείς. Γιατί για μένα υγιής άνθρωπος είναι ο ανήσυχος άνθρωπος. Ο ονειροπόλος. Πώς το λέει ο Σινόπουλος; Αν ζει αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη, την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στα σφαλισμένα παράθυρα της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.
Και τι κατάλαβα τα χρόνια που έγραφα τα «Παπούτσια με φτερά»; Τι έμαθα; Ποιο «γιατί» μου γιάτρεψα; Δεν βρήκα φυσικά καμιά απάντηση αλλά τουλάχιστον για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκα ότι η ποίηση μάς κάνει καλύτερους ανθρώπους και οι άνθρωποι που πίστεψαν στις ουτοπίες και στην επανάσταση θα ονειρεύονται πάντα μιαν Ουτοπία.
Τα βιβλία της Μαρίας Παπαγιάννη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη και μπορείτε να τα βρείτε εδώ.