Μήπως το παιδί σας μοιάζει καθημερινά με «σίφουνα» που δεν βρίσκει πουθενά ησυχία; Μήπως αφαιρείται συχνά και δεν συγκεντρώνεται σε μια δραστηριότητα ούτε για πέντε λεπτά; Μήπως είναι πολύ πεισματάρικο και επίμονο και γίνεται ενοχλητικό για τους γύρω του; Μήπως δεν σταματά να κινείται ούτε στον ύπνο του; Ε, τότε, είναι πιθανό να εμφανίζει μια διαταραχή συμπεριφοράς που θεωρείται η πιο συχνή στην παιδική ηλικία. Πρόκειται για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, «πλήττει» περίπου το 5%-10% του μαθητικού πληθυσμού.
Η ΔΕΠΥ εμφανίζεται σε τρεις κύριους τύπους, όπως εξηγεί η ψυχολόγος με εξειδίκευση στην αξιολόγηση και αποκατάσταση μαθησιακών δυσκολιών Εύα Τσώλη: «Υπάρχει ο απρόσεκτος τύπος που χαρακτηρίζει παιδιά τα οποία εμφανίζουν κυρίως συμπτώματα αδυναμίας συγκέντρωσης. Ο δεύτερος τύπος αφορά τα υπερκινητικά-παρορμητικά παιδιά. Ο τρίτος είναι ο συνδυασμένος τύπος, στον οποίον τα παιδιά παρουσιάζουν συνδυασμό συμπτωμάτων απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας».
Θυελλώδεις άνεμοι
Πολύ σημαντικό είναι οι γονείς να αναγνωρίσουν τα χαρακτηριστικά της διαταραχής προκειμένου να αναζητήσουν την κατάλληλη βοήθεια: Η αδυναμία συγκέντρωσης χαρακτηρίζεται κυρίως από διάσπαση της προσοχής, δυσκολία συγκέντρωσης στο διάβασμα και σε χρονοβόρες εργασίες, αδυναμία ολοκλήρωσης μιας δραστηριότητας ακόμη και όταν αυτή αφορά το παιχνίδι. Η παρορμητικότητα εκφράζεται κυρίως με δυσκολία του παιδιού να οργανώσει την εργασία του (χωρίς να έχει νοητικές ή αντιληπτικές δυσκολίες), με συνεχή εναλλαγή δραστηριοτήτων, με παρορμητική δράση, με έλλειψη υπομονής τόσο μέσα στη σχολική τάξη όσο και στις ομαδικές δραστηριότητες, με έντονες διακυμάνσεις στην ψυχική του διάθεση, οι οποίες εκφράζονται με κρίσεις οργής, πείσμα και αρνητισμό. Η υπερκινητικότητα εμφανίζεται με δυσκολία του παιδιού να παραμείνει στο κάθισμά του –στριφογυρνά συνεχώς, τρέχει, σκαρφαλώνει χωρίς να σταματά και γενικώς βρίσκεται σε διαρκή κίνηση όποια δραστηριότητα και αν εκτελεί– καθώς και με υπερβολική κινητικότητα ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κλινική εικόνα της διαταραχής ποικίλλει από παιδί σε παιδί και, όπως εξηγεί η κυρία Τσώλη, «μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζονται όλα τα συμπτώματα σε έντονο βαθμό». Η πλήρης διάγνωση του κλινικού συνδρόμου γίνεται στη σχολική ηλικία κατά την οποία εμφανίζονται εντονότερα συμπτώματα, όπως η σύντομη διάρκεια προσοχής στην τάξη, η αυξημένη κινητικότητα, η παρορμητικότητα, η κινητική αδεξιότητα, η έλλειψη πειθαρχίας, η χαμηλή σχολική επίδοση αλλά και οι κακές διαπροσωπικές σχέσεις με τους δασκάλους και τους συμμαθητές. «Για να υπάρξει ολοκληρωμένη διάγνωση της διαταραχής τα συμπτώματα πρέπει να επιμένουν για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών και να εμφανίζονται σε διαφορετικά περιβάλλοντα –τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο– προκαλώντας προβλήματα τόσο στη σχολική επίδοση όσο και στις κοινωνικές συναναστροφές του παιδιού» επισημαίνει η ειδικός.
Πρώτα σύννεφα
Η διαταραχή μπορεί να υποβόσκει ήδη από τη βρεφική ηλικία. Ερευνητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι πιθανότατα η ΔΕΠΥ έχει γονιδιακή και άρα κληρονομική βάση (δεν είναι τυχαίο ότι μετά τη διάγνωση του παιδιού τους, πολλοί γονείς αναγνωρίζουν συμπτώματα της διαταραχής και στον εαυτό τους στα οποία δεν είχαν δώσει οι ίδιοι ποτέ σημασία). Η ΔΕΠΥ όμως «πυροδοτείται» και από το περιβάλλον — συγκεκριμένα το κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη, το χαμηλό βάρος του παιδιού κατά τη γέννηση, η σωματική τιμωρία στην παιδική ηλικία, τα ψυχολογικά προβλήματα του παιδιού αλλά και το στρες της μητέρας έχει φανεί ότι ανήκουν στους παράγοντες που επιδρούν στην εμφάνιση της διαταραχής. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα ευερέθιστα βρέφη, εκείνα που δεν ηρεμούν εύκολα, είναι ίσως τα παιδιά που αργότερα θα παρουσιάσουν την εικόνα του συνδρόμου. Στη νηπιακή ηλικία το «πρόσωπο» της ΔΕΠΥ εμφανίζεται με αυξημένη δραστηριότητα, εκρήξεις θυμού, συχνό κλάμα, ελλιπή αυτοέλεγχο καθώς και με ελάχιστη υπομονή σε δύσκολες συνθήκες. Στην εφηβεία κυριότερες εκφράσεις του συνδρόμου είναι η κακή σχολική επίδοση, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η κατάθλιψη και οι δυσλειτουργικές κοινωνικές σχέσεις. Έρευνες αναφέρουν ότι η αναλογία εμφάνισης της διαταραχής μεταξύ αγοριών και κοριτσιών είναι περίπου 3 προς 1. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η κυρία Τσώλη, «είναι πιθανό η διαταραχή να υποδιαγιγνώσκεται στα κορίτσια. Και αυτό διότι πράγματι τα αγόρια εμφανίζουν από τη φύση τους μεγαλύτερη κινητικότητα. Δύσκολα φαντάζεται κάποιος ότι ένα ήρεμο κορίτσι που απλώς φαίνεται να ‘‘ονειροπολεί’’ ουσιαστικά μπορεί να εμφανίζει διαταραχή ελλειμματικής προσοχής. Χρειάζεται λοιπόν εγρήγορση για σωστή διάγνωση τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών».
Στη δίνη του κυκλώνα
Η διάγνωση δεν είναι ποτέ αρκετή αν δεν συνοδεύεται από την κατάλληλη αντιμετώπιση του συνδρόμου. Η ειδικός διευκρινίζει ότι η αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ μπορεί να γίνει με ποικίλους τρόπους, όπως η ψυχοθεραπεία, η χορήγηση φαρμάκων, η συμβουλευτική γονέων και εκπαιδευτικών αλλά και με ειδική και γενική παιδαγωγική προσέγγιση. «Η ειδική αγωγή έχει στόχο να αντιμετωπιστούν κυρίως οι μαθησιακές δυσκολίες που προκύπτουν από τη διάσπαση προσοχής, την παρορμητικότητα, την υπερκινητικότητα και τη δυσκολία διατήρησης του αυτοελέγχου. Η γενική παιδαγωγική αντιμετώπιση διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στο σχολικό περιβάλλον –όπως ο περιορισμός των πολλών οπτικών ερεθισμάτων, τα σύντομα και πολλά διαλείμματα, οι σαφείς και μικρές οδηγίες προς το παιδί, η ενθάρρυνσή του– έτσι ώστε ο μαθητής να είναι σε θέση να συγκεντρώνεται και να μπορεί να εκτελεί τα σχολικά του καθήκοντα μέσα στην τάξη μαζί με τους συμμαθητές του». Αλλά και οι γονείς πρέπει να φροντίσουν ώστε να διατηρούν μια σταθερή ρουτίνα στα παιδιά τους και να τα βάζουν να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο καθημερινό πρόγραμμα. Μπορεί να χρειαστεί ακόμη και να βάζουν το παιδί τους να καταγράφει καθημερινά σε λίστα όλα τα πράγματά του ώστε να μην τα ξεχνά φεύγοντας από το σπίτι ή το σχολείο – τα παιδιά με ΔΕΠΥ ξεχνούν συχνά τα βιβλία, τα μολύβια ή τις κασετίνες τους.
Σημειώνεται ότι η επίσημη διάγνωση της διαταραχής γίνεται από αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες όπως τα Κέντρα Διάγνωσης, Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) του υπουργείου Παιδείας που υπάρχουν ανά την Ελλάδα, τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα καθώς και τα αναπτυξιολογικά ιατρεία δημοσίων νοσοκομείων όπως του «Αγία Σοφία», του «Αγλαΐα Κυριακού» και του Παίδων Πεντέλης. Ωστόσο πολλές φορές σε αυτά τα δημόσια κέντρα οι λίστες αναμονής είναι ατελείωτες, με αποτέλεσμα πολλοί γονείς να καταφεύγουν σε ιδιωτικά κέντρα. Σε κάθε περίπτωση, το καλύτερο «φάρμακο» για τη ΔΕΠΥ είναι η υπομονή, η επιμονή και η αγάπη των γονέων. Εάν σε αυτήν τη βασική… δραστική ουσία προσθέσουμε τη «συμμαχία» με τους κατάλληλους ειδικούς για σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση, τότε θα έχουμε το κατάλληλο «θεραπευτικό κοκτέιλ» που θα εξυπηρετεί, πάνω απ’ όλα, τις ανάγκες, τις ικανότητες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού.