Απόγευμα Κυριακής ανεβαίνω τα σκαλοπάτια μιας παλιάς πολυκατοικίας στη περιοχή της Κυψέλης. Στα κουδούνι αναγράφονται ξένα ονόματα και στα σκαμμένα από τη χλωρίνη μάρμαρα κυριαρχούν σκαλισμένες καρδιές- έργα τέχνης από παιδικά χεράκια. Μου προτάσσει το δικό της. Λίγο πιο σκούρο από το δικό μου, το ίδιο απαλό μ’ εκείνο των δικών μου παιδιών. Έχει μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, μακριά σπαστά μαλλιά κι ένα χαμόγελο διστακτικά ευτυχισμένο: «Με λένε Μαρία, είμαι δώδεκα χρονών και κατάγομαι από την Αίγυπτο. Βέβαια αισθάνομαι και Ελληνίδα αφού γεννήθηκα εδώ. Όταν ήμουν μωρό δεν ήμουν τόσο μαύρη! Να σας δείξω φωτογραφίες, αν δεν με πιστεύετε. Θέλετε;» Δεν θέλω. Μου αρέσει το σοκολατένιο χρώμα της.
Στο δημόσιο
«Την πρώτη φορά που αισθάνθηκα διαφορετική ήταν στο νηπιαγωγείο Τότε, τα παιδιά με φώναζαν ‘‘μαύρη’’, με κορόιδευαν και γέλαγαν μαζί μου. Στην αρχή δεν το είχα πει σε κανέναν. Ούτε καν στη μαμά, για να μην τη στενοχωρήσω. Ύστερα από λίγο καιρό το είπα στη δασκάλα κι εκείνη τα μάλωσε. Αυτά όμως δεν καταλάβαιναν τίποτα και συνέχισαν να με αποκαλούν ‘‘μαύρη’’. Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά πώς είναι η στενοχώρια. Κατάλαβα ακόμη πως γι’ αυτό το φέρσιμό τους δεν έφταιγαν τα ίδια αλλά οι οικογένειες μέσα στις οποίες μεγάλωναν. Κι έτσι τα συγχώρησα». Πόσα συγχωροχάρτια άραγε μοίρασε η Μαρία από τότε και πόσα έχει να μοιράσει ακόμα; «Πολλά! Ακόμη και σήμερα σε κάποιους τσακωμούς που γίνονται στο σχολείο, η κακιά, η φταίχτρα και η άδικη είμαι πάντα εγώ. Ξέρετε, οι άνθρωποι δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Αγαπούν το χρώμα που μοιάζει με το δικό τους, τις συνήθειες που ταυτίζονται με τον κόσμο τους. Αυτό που θα ήθελα είναι να ήμουν ξανθιά με μπλε μάτια και λευκό δέρμα σαν το δικό σας. Γιατί τότε όλοι θα μ’ αγαπούσαν περισσότερο». Το πόσο σκληρό είναι να ακούς από τα χείλη ενός δωδεκάχρονου παιδιού αυτήν την ευχή δεν περιγράφεται με λέξεις, ούτε εξαγνίζεται σε «συγγνώμες». Και για την ευχή της Δυτικής ξανθιάς Barbie με τα μπλε μάτια, που δεν θα «αποτυπωθεί» ποτέ στον καθρέφτη της Μαρίας, είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Συναυτουργοί σ’ ένα μεγάλο έγκλημα που έχει αποδέκτες του μικρά παιδιά. «Όχι. Δεν έχω φίλες και φίλους με την πραγματική έννοια του όρου. Τα περισσότερα παιδιά είναι απλώς γνωστοί και συμμαθητές μου. Δεν κοιμάμαι στο σπίτι τους, δεν πηγαίνουμε μαζί διακοπές, δεν βγαίνουμε συχνά έξω. Η μοναδική φίλη μου ήταν μία κοπέλα από τη χώρα μου, αλλά δυστυχώς έφυγε. Όπως και να ’χει, οι Έλληνες μου αρέσουν πολύ και θα ήθελα να κάνω εδώ οικογένεια. Είστε άνθρωποι ελεύθεροι, γλεντζέδες και φιλότιμοι. Στην Αίγυπτο η γυναίκα δεν έχει ούτε υπόσταση ούτε ζωή. Το ιδανικό σενάριο για μένα είναι να παντρευτώ Έλληνα και να ζήσουμε με την οικογένειά μας σε μια χώρα όπου το χρώμα, η γλώσσα και η θρησκεία δεν θα παίζουν τον παραμικρό ρόλο. Σ’ έναν τόπο όπου το μόνο που θα μετράει θα είναι η ανθρωπιά, η αγάπη και η καλοσύνη…»
Στο ιδιωτικό
Κατηφορίζω προς Νέα Σμύρνη. Εκεί όπου με περιμένει ο μικρός Νικόλας από την Αλβανία. Στην όψη και μόνο της πολυκατοικίας όπου διαμένει αντιλαμβάνομαι ότι η οικογένειά του «έχει τον τρόπο της». Το διαμέρισμά τους είναι ευρύχωρο, τα μπαλκόνια πνιγμένα στα λουλούδια, το δωμάτιο του μικρού φορτωμένο με παιχνίδια, το ψυγείο γεμάτο. Κι όμως, ο εσωτερικός κόσμος του δεκαπεντάχρονου αυτού αγοριού φαντάζει το ίδιο απογοητευτικός μ’ εκείνον της Μαρίας: «Επειδή ο πατέρας μου είχε κάνει κάποιες οικονομίες από τότε που έφτιαχνε οικοδομές, πηγαίνω σ’ ένα πολύ καλό ιδιωτικό σχολείο. Εκεί, τα παιδιά δεν με φωνάζουν ποτέ με το όνομά μου αλλά ‘‘ο Αλβανός’’. Μία προσφώνηση που με έφερε πάρα πολλές φορές σε δύσκολη θέση. Αγρίεψα, τσακώθηκα, πλακώθηκα, αλλά τα πράγματα δεν άλλαξαν. Έτσι συνήθισα να ακούω στο ‘‘Αλβανός’’. Ο πατέρας μου λέει ότι είναι τιμή να με φωνάζουν έτσι, η μάνα μου όμως στενοχωριέται πολύ. Το χειρότερο ήταν πως όταν μία φορά πήγε στο σχολείο για να παραπονεθεί, η διευθύντρια της απάντησε να κάνει υπομονή διότι ήταν αρκετοί οι γονείς που της είχαν ζητήσει να με διώξουν από το σχολείο. Ξέρετε κάτι όμως; Μακάρι να με διώξουν από αυτό το παλιοσχολείο και να με πάνε σ’ ένα δημόσιο. Εκεί, θα υπάρχουν σίγουρα και άλλοι Αλβανοί. Εκεί δεν θα είμαι η αλβανική μύγα μέσα στο λευκό γάλα!». Ο Νικόλας δεν έχει κανέναν φίλο στο σχολείο, δεν τον έχουν καλέσει ποτέ σε πάρτι, ούτε σε κάποιο ελληνικό σπίτι για φαγητό και παιχνίδι. Είναι ένα παιδάκι αποκομμένο από τους συνομηλίκους του, βαθιά μοναχικό, ενίοτε και δυστυχισμένο, δημιούργημα μιας ιδιότυπης κοινωνίας που σε αποβάλλει μόνο και μόνο από την καταγωγή σου, ακόμη κι αν είσαι παιδί: «Το ότι οι γονείς μου έχουν κάποια χρήματα νομίζω πως με βάζει σε χειρότερη μοίρα από τους φτωχούς συμπατριώτες μου, γιατί το χρήμα σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι κάτι. Όταν οι άλλοι αδιαφορούν γι’ αυτό το κάτι γυρίζοντάς σου την πλάτη μόνο και μόνο επειδή είσαι Αλβανός, Ρώσος ή Ρουμάνος, τότε μέσα σου ξέρεις καλά ότι θα είσαι για πάντα ένας ξένος. Ανεπιθύμητος, επικίνδυνος και απέραντα ύποπτος».
Οι αριθμοί
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της TNS ICAP, στη συντριπτική μας πλειονότητα (93%) οι Έλληνες πιστεύουμε ότι είμαστε φιλόξενοι και ανεκτικοί ως προς τη διαφορετικότητα των ανθρώπων και αυτή η αντίληψη φαίνεται να ενδυναμώνεται σε σχέση με λίγα χρόνια πριν όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν της τάξεως του 88%. Παρ’ όλα αυτά, οι 7 στους 10 (68%) πιστεύουμε ότι θα ήταν καλύτερο να μην έρχονται στην Ελλάδα οικονομικοί μετανάστες από χώρες λιγότερο αναπτυγμένες. Μία ξενοφοβική αντίληψη που ενισχύεται με την πάροδο του χρόνου καθώς το 2011 οι 6 στους 10 Έλληνες (59%) δηλώναμε ότι θα ήταν καλύτερο να μην έρχονται στη χώρα μας μετανάστες από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Βέβαια, σπεύδουμε να συμφωνήσουμε (72%) ότι δεν υπάρχουν απολίτιστοι και πολιτισμένοι λαοί, υπάρχουν μόνο διαφορετικοί πολιτισμοί… μόνο που θα ήταν προτιμότερο να μένουν μακριά μας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι οι 6 στους 10 (63%) πιστεύουμε ότι το έθνος μας είναι ανώτερο σε πολλά σημεία σε σχέση με άλλα έθνη. Και όχι μόνο πιστεύουμε ότι είμαστε ανώτεροι από άλλα έθνη, αλλά το 65% δηλώνουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να υποστηρίξουμε τη χώρα μας ανεξάρτητα από το αν αυτό που κάνει είναι σωστό ή λάθος… Σαν κι αυτό που θέλει ξένα παιδιά μακριά από τα δικά μας…