«Μαμά, είσαι η χειρότερη μαμά του κόσμου, καλά όχι του κόσμου, αλλά του σχολείου σίγουρα!» μου είχε πει πριν από μερικά χρόνια ο πρωτότοκος γιος, και οι δύο μικρότεροι έσπευσαν να συμφωνήσουν μαζί του.
Όταν τους ρώτησα γιατί μου… απονέμουν αυτόν τον τίτλο, μου παρέθεσαν κανόνες και «πρέπει» της καθημερινότητάς τους, από το πρωινό ξύπνημα μέχρι το διάβασμα και τον χρόνο ενασχόλησης με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ακόμη και το ποδόσφαιρο «όταν δεν έχουμε όρεξη να πάμε…», μου χρέωσαν «πολύ πρόγραμμα, καταπίεση και αυστηρότητα» και στο τέλος μου ανέφεραν και δυο τρεις «καλές μαμάδες» συμμαθητών τους για να διδαχθώ από τη στάση τους. Η απάντησή μου ήταν αυθόρμητη και ίσως μη ενδεδειγμένη: «Αν όλες οι μαμάδες του κόσμου, καλά όχι του κόσμου, αλλά του σχολείου, ήταν ίδιες, θα ήταν πολύ βαρετό».
Το σίγουρο είναι ότι η μαμά είναι για πολλά χρόνια το κεντρικό πρόσωπο στη ζωή των παιδιών (κι ο μπαμπάς είναι… αλλά τώρα μιλάμε για τις μαμάδες). Διαμορφώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σκέψη και τη συμπεριφορά των παιδιών, άρα και την προσωπικότητά τους. Η δική της ιδιοσυγκρασία, οι εμπειρίες της, οι κοινωνικές, οικογενειακές και περιβαλλοντικές συνθήκες ζωής της, και βέβαια τα δικά της γονεϊκά πρότυπα έχουν αντίκτυπο στη συμπεριφορά της και τον τρόπο που ανατρέφει τα παιδιά της. Το Τaλκ με τη συνεργασία της ειδικού, Συμβούλου Ψυχικής Υγείας, κυρίας Μαρίας Τόλια, σκιαγραφεί τους βασικούς τύπους της σημερινής μαμάς.
Τα σημεία στα οποία βασίζεται αυτή η κατηγοριοποίηση είναι η αποδοχή ή αντίθετα η απόρριψη που δείχνει στο παιδί, οι απαιτήσεις που έχει για τη συμπεριφορά του και οι προσδοκίες που έχει για αυτό, και τέλος η ανταπόκριση, δηλαδή η ικανότητά της να ενθαρρύνει την ατομικότητα και την ανεξαρτησία του. Πέρα από τις καλές ή τις… κακές επιδόσεις κάθε μαμάς κι ανεξάρτητα από τον τύπο της, το βέβαιον είναι ότι υπάρχει πάντοτε ένας κοινός παρονομαστής, η αγάπη προς τα παιδιά! Απαιτητική, μαμά- «σωτήρας», διεκπεραιωτική, ενοχική: εσείς ποιον χαρακτηρισμό θα επιλέγατε για τον δικό σας ρόλο ως μαμάς;
Η απαιτητική μαμά
Είναι η μαμά που βάζει πολύ ψηλά τον πήχη όχι για το παιδί της, αλλά για τις δικές της προσδοκίες και απαιτήσεις από αυτό. «Μα, ποια μαμά δεν θέλει να δει το παιδί της να διακρίνεται και να πετυχαίνει σε ό,τι κάνει;», θα μπορούσε να αντιτάξει η απαιτητική μαμά. Ναι, όλοι θα συμφωνήσουμε σε αυτό, αλλά με μία προϋπόθεση, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες και τις επιθυμίες κάθε παιδιού. Η απαιτητική μαμά είναι συνήθως με ένα πρόγραμμα ανά χείρας ή στο… μυαλό της, χωρίς το οποίο αδυνατεί να αντεπεξέλθει στο γονεϊκό της ρόλο. Και φυσικά, απαιτεί από το παιδί να συμμορφώνεται με το πρόγραμμα που εκείνη έχει καταρτίσει και να είναι υπάκουο και δεκτικό γιατί «ό,τι γίνεται, γίνεται για το καλό του». Από τις δραστηριότητες μέχρι το σχολείο και από τις παρέες μέχρι το παιχνίδι η απαιτητική μαμά μοιάζει σαν να βρίσκεται σε έναν αγώνα δρόμου όπου πρέπει να τερματίσει πάση θυσία, πρώτα εκείνη και μετά το παιδί. Διακρίνεται κυρίως για το άγχος της αναφορικά με το αν το παιδί έχει κάνει τη σωστή επιλογή αλλά και το όποιο αποτέλεσμα. Η λεκτική επικοινωνία της με το παιδί δεν είναι το δυνατό της σημείο – ξέρει να επιβάλλει και όχι να εξηγεί, να πείθει, να διαμορφώνει ένα πλαίσιο ώστε να αποφασίσει και με το παιδί κάτι που το αφορά. Όσο το παιδί μεγαλώνει όμως, μπορεί να μειώνεται η δική της επιρροή. Τότε θα καταφύγει στην τιμωρία.
* Ένα παιδί με απαιτητική μαμά νιώθει μόνιμο άγχος για τις επιδόσεις του, πίεση για τις επιλογές του και αρκετές φορές φόβο για την αντίδρασή της, μια που πάντα προσπαθεί να ικανοποιήσει τις μεγάλες προσδοκίες της.
Η διεκπεραιωτική μαμά
Η διεκπεραιωτική μαμά είναι πάντα δίπλα στο παιδί της, αλλά μοιάζει να είναι «ωσεί παρούσα». Η καθημερινότητά της με το παιδί είναι ένα ανελέητο κυνηγητό με τον χρόνο ή ένας ασταμάτητος βομβαρδισμός του με τις δικές της υποχρεώσεις στο σπίτι και στην οικογένεια. «Τι θα φάμε;», «Έφαγες;», «Έχεις διαβάσει αγγλικά;», «Γενικώς έχεις διαβάσει;», «Έπλυνες τα δόντια σου;», «Κανόνισες να πας στο πάρκο με τα παιδιά;», «Κανόνισες να βγεις;», «Πότε θα πάμε για κούρεμα;» κ.ο.κ. Ο κατάλογος με τις ερωτήσεις που υποβάλλει ακατάπαυστα η διεκπεραιωτική μαμά είναι ατέλειωτος. Αυτό που την χαρακτηρίζει όμως είναι ότι απαντά με τις ίδιες ερωτήσεις ακόμη και όταν το παιδί της εκφράζει τον προβληματισμό του για κάτι που το απασχολεί και που ουδεμία σχέση έχει με τα της ρουτίνας και του σπιτιού. Έτσι, μπορεί πχ να ακούσει «Μαμά, στο σχολείο με έσπρωξαν κάποια παιδιά και έπεσα και χτύπησα…» κι εκείνη να ρωτήσει όλο αγωνία «Σκίστηκε η φόρμα σου; Αχ, πόσες φορές σας έχω πει να προσέχετε, πόσες φόρμες πια πρέπει να αγοράσω;»… Η στάση της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και αδιάφορη ή απαξιωτική απέναντι στο παιδί, καθώς το αντιμετωπίζει σαν ένα από τα «προβλήματα» που ανακύπτουν αίφνης και της ανακόπτουν τη ροή της καθημερινότητας. Θα ακούσει ό,τι της λέει το παιδί με την ίδια έκφραση, χωρίς να φιλτράρει τη σημασία και το βάρος των λεγομένων του, διότι θεωρεί ότι είναι πιο σημαντικό να γίνουν όλα τα υπόλοιπα πχ φαγητό, διάβασμα και άλλες καθημερινές υποχρεώσεις. Η διεκπεραιωτική μαμά εγκλωβισμένη στον δικό της μικρόκοσμο «χάνει» πολλές σημαντικές στιγμές της ζωής του παιδιού της, χαρούμενες και λιγότερο χαρούμενες, καθώς δεν γνωρίζει τι σημαίνει εξομολόγηση, κουβέντα, ζεστασιά, μοίρασμα με την ουσιαστική έννοια των λέξεων.
* Ένα παιδί με διεκπεραιωτική μαμά αισθάνεται μοναξιά γιατί δεν μπορεί να μοιραστεί όσα, σημαντικά ή ασήμαντα, το απασχολούν. Εισπράττει απόρριψη από τη συμπεριφορά της μαμάς του όταν μιλάει και δεν έχει απέναντί του ουσιαστικό συνομιλητή.
Η μαμά- «σωτήρας»
Η μαμά -«σωτήρας» όπως μαρτυρά και ο τίτλος της είναι ο φύλακας – άγγελος του παιδιού της, με τη διαφορά όμως ότι αυτό γίνεται πάντοτε είτε συντρέχει λόγος είτε όχι. Είναι η υπερπροστατευτική μαμά που θέλει να προστατέψει το παιδί από τα… πάντα. Η συμπεριφορά μιας τέτοιας μαμάς είναι έως σε ένα σημείο αποδεκτή όταν πρόκειται να προστατεύσει ένα βρέφος, αλλά όχι ένα παιδάκι που μεγαλώνει και χρειάζεται κανόνες και όρια και πλαίσιο για να κινηθεί μόνο του πλέον σιγά σιγά. Είναι η μαμά που, όταν το παιδί δε θέλει να κάνει κάτι που το κουράζει ή δε του αρέσει, θα μπει αμέσως στη διαδικασία να το κάνει αυτή για λογαριασμό του και να του το δώσει έτοιμο. Μπορεί πχ το παιδί να μην έχει κάνει τη ζωγραφιά του για το μάθημα την επόμενη μέρα στο σχολείο και να του πει «δεν πειράζει, πήγαινε εσύ να παίξεις και θα κάνω εγώ τη ζωγραφιά». (Στη θέση της ζωγραφιάς μπορείτε να βάλετε έκθεση, εργασία, πρότζεκτ για το πανεπιστήμιο…). Ξέρει πολύ καλά πώς να προσφέρει έτοιμες λύσεις. Τα κίνητρά της δεν είναι πάντοτε ίδια. Το κάνει γιατί μπορεί να μην αντέχει τη γκρίνια του παιδιού, είτε γιατί θεωρεί ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνο του είτε γιατί έχει μάθει να προσφέρει τα πάντα για να νιώθει η ίδια σημαντική είτε γιατί θέλει να τα ελέγχει όλα. Αυτή η μαμά δεν αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικό είναι να ενθαρρύνει την αυτονομία του παιδιού ούτε πόσο ουσιαστικό για τη ζωή του να μάθει μέσα από τα δικά του βιώματα να διαχειρίζεται καταστάσεις και ανθρώπους.
* Ένα παιδί με μαμά-«σωτήρα» είναι ένα εξαρτημένο παιδί, ένα παιδί που μεγαλώνει ουσιαστικά χωρίς ελευθερία και χωρίς προσδοκίες. Κι αυτό θα το εμποδίζει να αναλάβει ευθύνες και πρωτοβουλίες, τόσο για το ίδιο όσο και για τους άλλους.
Η ενοχική μαμά
Η ενοχική μαμά λυγίζει από το βάρος των ενοχών και των τύψεων για όσα δεν κάνει αλλά και για όσα… κάνει για το παιδί της. Συνήθως πρέπει να ανταποκριθεί σε πολλές απαιτήσεις καθημερινά, είτε εργάζεται είτε όχι, και αυτό την εξουθενώνει. Είτε το εκφράζει είτε όχι, αισθάνεται αγωνία, άγχος, πίεση, για να είναι όλα στην εντέλεια κι αυτό καταλήγει σε κούραση σωματική και ψυχολογική. Το χειρότερο είναι όμως ότι αισθάνεται πάντα ότι κάτι δεν κάνει καλά: ότι παραμελεί το παιδί της, ότι δεν είναι εκεί όταν τη χρειάζεται, ότι δεν αρκετά εκεί όταν τη χρειάζεται, ότι δεν φροντίζει για τις ανάγκες του σε όλα τα επίπεδα κ.ο.κ. Δεν απολαμβάνει τον γονεϊκό της ρόλο ούτε τη σχέση της με το παιδί. Εγκλωβίζεται μέσα στο ιδεατό, σε αυτό που η ίδια βάζει στο μυαλό της ότι θα μπορούσε να γίνει, και δεν απολαμβάνει καμία στιγμή, μικρή ή μεγάλη. Οι ενοχές της την ωθούν σε υπερβολές ως προς την συμπεριφορά της απέναντι στο παιδί, που μπορεί να είναι από υπερπροσφορά δώρων και υλικών αγαθών μέχρι υποταγή σε κάθε επιθυμία του παιδιού.
* Ένα παιδί που μεγαλώνει με μια ενοχική μαμά νιώθει ανασφαλές, διότι δεν μεγαλώνει με όρια και πλαίσιο. Επιπλέον, μαθαίνει να εκδηλώνει συμπεριφορά κτητική, απαιτητική, διαχειριστική προκειμένου να πετύχει ό,τι θέλει.
Οι τέσσερις κανόνες που δεν ξεχνά ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) η μαμά που επιθυμεί ουσιαστική επικοινωνία με το παιδί της
Η μαμά ξέρει ή μαθαίνει:
Να ακούει. Το δείχνει με το σώμα της, ότι είναι έτοιμη να το ακούσει, το δείχνει με το πρόσωπό της, με το βλέμμα της ότι είναι διαθέσιμη και παρούσα να το ακούσει.
Να ρωτάει. Διερευνά με διακριτικό και διεισδυτικό τρόπο το θέμα που είτε υπέπεσε στην αντίληψή της είτε το μοιράστηκε μαζί της το παιδί. Θέτει ερωτήσεις για να είναι σίγουρη ότι έχει καταλάβει αυτό που θέλει να της πει το παιδί πχ Τι εννοείς όταν λες αυτό; Μπορείς να μου πεις πάλι γιατί δεν κατάλαβα; Κοκ
Να καθρεφτίζει το συναίσθημα του παιδιού. Για την ουσιαστική επικοινωνία με το παιδί είναι πολύ σημαντική η αντανάκλαση του συναισθήματός του. Η μαμά πρέπει να καταλάβει ποιο είναι το συναίσθημα του παιδιού και να του το καθρεφτίζει στη συνέχεια ξεκινώντας πάντα με το «υποθέτω ότι νιώθεις…», «έχω την εντύπωση ότι αισθάνεσαι…» ή «σκέπτομαι ότι σε απασχολεί…».
Να μπαίνει στη θέση του παιδιού και να το καταλαβαίνει χωρίς να ταυτίζεται όμως μαζί του και με το πρόβλημα του.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία την Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας, κυρία Μαρία Τόλια