Δεκαετία του ’80, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μία οικογένεια ανταλλάσσει χαμόγελα και ευχές γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι φορτωμένο με γαλοπούλες, πηχτές, γλασαρισμένα χοιρινά, ρώσικη σαλάτα, μαύρο χαβιάρι και λευκή σαμπάνια. Είναι όλοι τους εκεί: μαμάδες, μπαμπάδες, γιαγιάδες και προγιαγιάδες, παππούδες, θείοι, θείες και παιδιά. Πολλά παιδιά. Εγώ, ανάμεσά τους.
Φοράω κόκκινο φόρεμα κι έναν μεγάλο κατακόκκινο φιόγκο στα μαλλιά. Η δυνατή φωνή του παππού κλείνει στόματα, «κατεβάζει» πιρούνια και στρέφει βλέμματα και προσοχή στο ιερό πρόσωπό του: «Λοιπόν, αγαπημένα μου παιδιά. Σε λίγα λεπτά το 1981 μάς αποχαιρετά. Να πιούμε λοιπόν μια γουλιά στην υγειά του και στην υγειά της χρονιάς που θα έρθει. Σε λίγο θα καταφθάσει και ο Άγιος Βασίλης. Και ξέρετε, παιδιά. Στο δικό μας σπίτι, δεν αφήνει τα δώρα του κάτω από το δέντρο, αλλά στις πιο απίθανες γωνιές. Γι’ αυτό πρέπει να ψάξετε παντού! Τα πιο πολλά δώρα βέβαια, όπως κάθε χρονιά, τα έχει φέρει στην κούκλα μας, γιατί είναι το μοναδικό κορίτσι στην οικογένειά μας!»
Ακουμπάει το χέρι του απαλά στο δικό μου, κι ύστερα σκοτάδι, κι ύστερα πάλι φως. Η «κούκλα» στέκει σε μια γωνιά του σαλονιού με δώρα, πολλά, αμέτρητα δώρα στην αγκαλιά της και μαθαίνει να πιστεύει πως η ζωή είναι κάπως σαν πρωτοχρονιάτικη νύχτα που της οφείλει τα πάντα. Είναι πια πολύ μεγάλη για να αποδεχθεί ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και πολύ κακομαθημένη για να συμβιβαστεί με την ιδέα άυλων δώρων. Θέλει και ρούχα, και παπούτσια, και ταξίδια, και λεφτά, και χλιδή, και Άγιους Βασίληδες πρόθυμους να ικανοποιούν ανά πάσα στιγμή την πιο τρελή επιθυμία της. Έτσι έμαθε, έτσι κάνει.
Είναι πλέον 25 ετών και είναι πάλι παραμονές Πρωτοχρονιάς. Το μόνο που της απομένει για σήμερα το βράδυ, προτού κλείσει την πόρτα του γραφείου της που βρίσκεται σε κάποιο δημοσιογραφικό συγκρότημα της χώρας, είναι να ανοίξει τα δεκάδες γράμματα που «στέκουν» κλειστά γύρω της και να συντάξει ένα θέμα με τίτλο: «Τι περιμένουν τα παιδιά από τον Άγιο Βασίλη». Σκίζει τον πρώτο φάκελο, διαβάζει τις πρώτες αράδες και χαμογελά. Αυτό το κοριτσάκι είναι σαν κι εκείνη! Ζητάει από τον Άγιο Βασίλη «ένα διαμάντι που να γυαλίζει κι ό,τι καλύτερο έχεις!» Και το δεύτερο παιδάκι σαν κι εκείνη είναι! Περιμένει από τον Άγιο Βασίλη «μία ηλεκτρονική ατζέντα του Χάρι Πότερ, Nintendogame, computer, Xbox, Playstation, DVD, και έξι κινητά τηλέφωνα». Στο τρίτο γράμμα, αρχίζει να παγώνει. Μία μαθήτρια της έκτης δημοτικού, η Στέλλα Χ., γράφει: «Άγιε Βασίλη, θα ήθελα να μου φέρεις “σποράκια”. Όχι τα συνηθισμένα, αλλά σποράκια χαράς τα οποία θα ήθελα να σπείρω σε όλον τον κόσμο και με τον καιρό να φυτρώσουν και να ριζώσουν μέσα στις καρδιές τους». Το κρύο που νιώθει τώρα στην ψυχή της δυναμώνει ακόμη περισσότερο στο άνοιγμα του επόμενου φακέλου που υπογράφει ένα κοριτσάκι που το λένε Μαριάμ Π.: «Το χρήμα δεν είναι το παν. Χριστούγεννα δεν σημαίνουν ακριβά δώρα, πολυτελή φορέματα και μεγάλες δεξιώσεις… Χριστούγεννα σημαίνει αγάπη. Θα ήθελα λοιπόν από εσένα, Άγιε Βασίλη, να κάνεις όλον τον κόσμο ελεύθερο κι ευτυχισμένο». Ένα δάκρυ πέφτει πάνω στο γράμμα της Μαριάμ. Ένα δάκρυ από τα μάτια της «κούκλας» που κανείς ενήλικας δεν φρόντισε ποτέ να της διδάξει ότι τα ομορφότερα πράγματα σ’ αυτήν τη ζωή ούτε αγοράζονται ούτε τιμολογούνται, ούτε κοστολογούνται. Κι ύστερα κι άλλα, πολλά, χιλιάδες, εκατομμύρια δάκρυα κυλούν ορμητικά απ’ την ψυχή της, σαν καταρράκτες ευχαριστίας απέναντι στα παιδιά που της έμαθαν, έστω και αργά, το νόημα των Χριστουγέννων.
Η «κούκλα» είναι σήμερα μαμά και είναι ξανά παραμονές Πρωτοχρονιάς. Τα μεγαλύτερα δώρα της ζωής της, ο εξάχρονος γιος της Ανδρέας και η πεντάχρονη κόρη της Ήρα, της ζητούν να κάτσει δίπλα τους για «να γράψουμε μαζί, μαμά, γράμμα στον Άγιο Βασίλη». Εκείνη τους λέει να περιμένουν λίγο και ανεβαίνει στο πατάρι με τις «ένα εκατομμύριο κούτες». Ύστερα, κάθεται απέναντί τους και ξεκινά να τους διαβάζει το γράμμα ενός από τα παιδιά που την έκαναν κάποτε να σπάσει και να «ξανακολλήσει» με υλικό την αγάπη. Το γράμμα του δεκάχρονου τότε μαθητή Αλβίνου Τ., ενός παιδιού από το εξαθέσιο δημοτικό σχολείο στο Βαθύ Ιθάκης: «Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη. Πέρυσι σου είχα ζητήσει μια μονόπολι. Είναι αλήθεια πως μου αρέσει ακόμη πάρα πολύ. Φέτος είμαι δέκα χρονών και έχω ωριμάσει. Σίγουρα ξέρεις για κάποια παιδιά που θα περάσουν πάλι χάλια τις γιορτές και γι’ αυτό νιώθω σαν κακομαθημένο παχύδερμο. Γι’ αυτό λοιπόν θέλω να μου κάνεις δώρο την ευχαρίστηση αυτών των παιδιών. Σίγουρα μπορείς! Και άμα δεν το κάνεις είναι σαν να μη μου δίνεις δώρα. Λοιπόν, το έλκηθρό σου μαζί με δώρα θα δώσει και αληθινή αγάπη; Εγώ πάντως νομίζω ναι».
Τα μικρά κοιτάζουν την «κούκλα» αποσβολωμένα μ’ ένα απροσδιόριστο χαμόγελο να ζωγραφίζει τα μικροσκοπικά τους χειλάκια: «Λοιπόν, μαμά, γράφε: Αγαπημένε μας Άγιε Βασίλη, φέρε χαρά, ειρήνη, αγάπη και χαμόγελα σε όλα τα παιδάκια του κόσμου. Κι αν δεν έχουν, να τους φέρεις και σπίτι, και φαγητό, και κρεβάτι, και παιχνίδια. Κι αν σου περισσέψει τίποτα, φέρε και σ’ εμάς. Γιατί το καλύτερο δώρο απ’ όλα είναι να κάνουμε τους άλλους χαρούμενους».
Ε, μαμά;