Όλα ξεκίνησαν από μια πατάτα. Μια ταπεινή, κακοσχηματισμένη, γεμάτη στα χώματα πατάτα.
Μια πατάτα-λάφυρο στα μικροσκοπικά της χεράκια: “Είδες μαμά; Μεγάλωσα! Να, προσέχω με το μαχαίρι! Κοίτα πόσο καλά την καθάρισα!”. Γουρλώνω μάτι, σηκώνω φρύδι, υψώνω φωνή. Μια φωνή που κυμαίνεται ανάμεσα στη σοβαρότητα και την υστερία, ηχηρή σαν βόμβα, δυνατή σαν χαστούκι: “Τι κάνεις εκεί κορίτσι μου; Πως καθαρίζεις έτσι την πατάτα; Η μισή πήγε χαμένη! Άσε κάτω τις πατάτες! Θα τις καθαρίσω εγώ!”. Γουρλώνει μάτι, σηκώνει φρύδι, υψώνει φωνή. Μια φωνή που κυμαίνεται ανάμεσα στο παράπονο και το θυμό, σκληρή σαν πέτρα, παγερή σαν ομίχλη: “Μαμά, είσαι φτωχιά ή τσιγκούνα; Πες μας, να ξέρουμε τουλάχιστον τι απ’ τα δύο είσαι!”.
Θέλω να την αρπάξω απ’ το μαλλί. Να τη σύρω μπροστά σε ντουλάπες, μέσα σε μπαούλα, πάνω σε πατάρια, ν’ απλώσω στα πόδια της τα ιερά κειμήλια της “Louis Vuitton Epoque” και των “Hermes Times” και με στόμφο ξεπεσμένης αριστοκράτισσας να της αντιγυρίσω πανηγυρικά: “Ποια είπες φτωχιά; Ποια είπες τσιγκούνα; Κοίτα πως κυκλοφορούσε κάποτε η μάνα σου!”. Κι ύστερα, ν’ ανοίξω διάπλατα μπροστά της τα άλμπουμ των περασμένων μου μεγαλείων με τ’ ατέλειωτα κλικ πάνω σε σκάφη και πίστες, πλάι σε κούρσες και πισίνες, μέσα σε πεντάστερα ξενοδοχεία και έναστρους ουρανούς, στα εσωτερικά, στα εξωτερικά, στα γούστα μου, στα χαϊλίκια μου, στα κέφια μου, και με ύφος μιας μπουρζουά σε ντεκαντάνς να της ανταποδώσω την προσβολή: “Ποια είπες φτωχιά; Ποια είπες τσιγκούνα; Κοίτα που κυκλοφορούσε κάποτε η μάνα σου!”
Ασυναίσθητα, το βλέμμα μου πέφτει πάνω στο γόνατό μου και στο τζιν που το “ντύνει” τα τελευταία επτά χρόνια. Ένα κουρέλι, με μια τρύπα εδώ και μια άλλη παραπέρα, ο ορισμός της “κουλ ένδειας” που φαγουρίζει χωρίς αντίκρισμα την μονίμως άδεια μου τσέπη. Ασυναίσθητα, το μυαλό μου τρέχει στην τελευταία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ όπου ως σύγχρονη Υπατία υπολόγιζα με μαθηματική ακρίβεια ακόμη και το τελευταίο λεπτό του πελτέ που έριχνα στο καλάθι. Ασυναίσθητα, τ’ αυτιά μου γεμίζουν από ληξιπρόθεσμα χρέη, τρέχοντες λογαριασμούς και μελλοντικά χαράτσια. Ασυναίσθητα, τα ρουθούνια μου πλημμυρίζουν από το άρωμα εκείνου του απαγορευμένου για το βαλάντιο μου αρώματος και οι παλάμες μου από τα χρήματα που μου χρωστούν αλλά δεν έχουν να μου δώσουν. Ασυναίσθητα, το κεφάλι μου πάει να σπάσει από τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης με μοναδικό μου όπλο κάποιες καθυστερημένες-από κάθε άποψη-πενταροδεκάρες. Ασυναίσθητα, η ματιά που σκάει στον καθρέφτη, μοιάζει με αστραπή έτοιμη να κάψει την παρατημένη γυναίκα, την βαθιά προδομένη από την κρίση της εποχής αντανάκλαση της: μαύρη ρίζα σε ξανθά μαλλιά, σκοτεινό παρόν σε άχρωμο μέλλον. Ασυναίσθητα, τα λόγια ενός μικρού παιδιού, του δικού μου παιδιού, με κάνουν να συναισθανθώ την αλήθεια της φτώχειας μου και της τσιγκουνιάς μου.
Όχι. Δεν υπάρχει διαζευκτικό στην κατάσταση που βιώνω τόσο εγώ όσο και χιλιάδες μαμάδες στην Ελλάδα του σήμερα. Και ναι! Είμαστε και φτωχές και τσιγκούνες. Έχουμε παπούτσια από πέρσι, βρακιά από πρόπερσι, ρούχα από πάντα, χαρές απ’ τα παλιά και όνειρα από το “κάποτε”. Δεν είμαστε ήρεμες γυναίκες αλλά αλαφιασμένα θηλυκά, ικέτες που φιλούν κατουρημένες ποδιές για μια θέση στους παιδικούς σταθμούς, δούλες που τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα δείγμα μισθού, πρότυπα που κάποτε φτύναμε κατάμουτρα και τώρα προσκυνάμε, θλιβερές υπάρξεις που στις παιδομαζώξεις συζητούν για τα “ωραία” τα χθες και τα κακάσχημα του σήμερα. “Θυμάσαι εκείνο το ταξίδι;”, “Θυμάσαι εκείνη την ταβέρνα”, “Θυμάσαι εκείνα τα πάρτι;”. “Θυμάσαι εκείνες τις διακοπές;”, “Θυμάσαι εκείνα τα γέλια, εκείνα τα σχέδια, εκείνα τα όνειρα, εκείνη τη ζωή;”… Ε, λοιπόν, ξέχασε τα!
Δεν είναι τα λούσα που μου λείπουν. Είναι η ανεμελιά που έγινε μιζέρια. Δεν είναι τα χαμένα χαϊλίκια που με στεναχωρούν. Είναι το ήσυχο βλέμμα που γέμισε απόγνωση. Δεν είναι η πάρτη μου που με τρομάζει. Είναι η εικόνα αμέτρητων γυναικών που καθρεφτίζουν εμένα. Μαμάδες που πασχίζουν για μία καλή εκπαίδευση, για μία καλή περίθαλψη, για μια καλή ζωή. Όχι δική τους. Των παιδιών τους. Αριθμομηχανές που μετράνε τα πάντα για να τους μείνει το τίποτα. Οι βιτρίνες έγιναν χάζι, τα ταξίδια όνειρο, τα restaurants κουτούκια, το κρασί ρετσίνα και η πατάτα τόσο πολύτιμη όσο φάνταζε στα μάτια των γιαγιάδων μας, αντίλαλος του δικού τους μεταπολεμικού συνδρόμου: “Τι κάνεις εκεί κορίτσι μου; Πώς καθαρίζεις έτσι την πατάτα; Η μισή πήγε χαμένη! Άσε κάτω τις πατάτες! Θα τις καθαρίσω εγώ!”.
Εξαιρετική πένα, εξαιρετική “αναπαράσταση” της πραγματικότητας. Τα πολλά συγχαρητήρια είναι φτωχά μπροστά στα γραφόμενα σας. Σας ευχαριστούμε.
Συγνώμη, αλλά πρέπει, εγώ τώρα, να λυπηθώ μια ψωνάρα που πέταγε τα λεφτά της για να αγοράζει πανάκριβες τσάντες και να κάνει διακοπές σε πεντάστερα ξενοδοχεία και να κάνει βόλτες με σκάφη και ακριβά αυτοκίνητα, ενώ προφανώς δεν είχε αρκετά χρήματα για να τα ξοδεύει ασύστολα. Άκου εκεί «τα restaurants έγιναν κουτούκια»…. Πρέπει να κλάψω τώρα;;; Αν αυτό το κείμενο αντιπροσωπεύει το νεοέλληνα, καλά να πάθουμε!!
Α, γεια σου!
Αν αυτό κατάλαβες από το μοναδικό αυτό χρονογράφημα που όπως όλα τα χρονογραφήματα έχουν γερές δόσεις υπερβολής τότε έχεις μυαλό… κότας! Αλλά μάλλον, ούτε αυτό διαθέτεις!
Παιδιά μην μασάτε, αντισταθείτε!! να διαβάζετε, να χαμογελάτε γιατί ξορκίζει το κακό και να ονειρεύεστε.
Λες για αυτό να παλεύω με την κατάθλιψη τόσους μήνες τώρα; Να έφτασα μα μισώ τα Χριστούγεννα και να τα περιμένω όσο την επίσκεψη στο γυναικολόγο που διαρκώς αναβάλλω (σκέφτομαι και το έξοδο) κα θέλω να αργήσουν να έρθουν και να φύγουν όσο πιο γρήγορα γίνεται;
οταν με ρωτανε γιατι δεν αγοραζω τιποτε για μενα λεω πως βαριεμαι τις ουρες στα ταμεια δεν θελω να νιωσουν τοσο μικρες τι εστι στριμωγμα οικονομικο!!!
Μεγάλες αλήθειες …