ΚΙ ΑΝ ΠΕΦΤΩ, ΝΑ ΣΗΚΩΝΟΜΑΙ…

Τον τελευταίο καιρό έχω αναπτύξει δεσμούς αγάπης με καράβια, αεροπλάνα και τρένα. Και, ως γνωστόν, όπου συνωστίζεται κόσμος το μάτι και το αυτί του παρατηρητή κάνουν πάρτι!

Λίγο μια επίσκεψη σε ένα όμορφο σχολειό της Κρήτης, λίγο η ταραχή του βιολογικού ρολογιού μου και λίγο τα μποφόρ, με έφεραν σε αδιέξοδο στο τι να γράψω αυτό το μήνα. Κι εκεί που είχα απογοητευθεί, ήρθε το κάλεσμα από το σύμπαν! Ή, μάλλον, από το διπλανό τραπέζι της οικονομικής θέσης του πλοίου της γραμμής, για να είμαστε και ακριβείς. Ένα κλάμα βαθύ, σχεδόν σαν ουρλιαχτό, σε κάτι που φαινομενικά δεν μπορούσε να το προκαλέσει τίποτα από όσα είδα ή άκουσα με κάθε λεπτομέρεια.

«Παναγία μου, το παιδί!» Ήταν το τελευταίο που άκουσα προτού δω ένα παιδί, γύρω στα τριάμισι, πεσμένο μπρούμυτα στην αφράτη μοκέτα του καραβιού. Η αντίδραση, η ένταση και το ύφος της μητέρας με έκαναν να φοβηθώ για το τι θα δουν τα μάτια μου μόλις ξαναέρθει το παιδί σε κάθετη στάση. Εμένα και περίπου άλλα τριάντα άτομα που έστρεψαν το βλέμμα σε δευτερόλεπτα στο επίμαχο σημείο… Κι έπειτα ένα κενό, ένα άρπαγμα, ένα σήκωμα στο ύψος της μαμάς, ταρακούνημα, θεοί και δαίμονες, και κλάμα βαθύ ντροπιασμένο και ασταμάτητο… Όσο για το παιδί, ούτε γρατσουνιά. Η αντίδραση δε της μαμάς εφάμιλλη τροχαίου στην εθνική. Κι όλα αυτά γιατί;

Αν δεν πέσεις δεν θα σηκωθείς ποτέ, έλεγε η δασκάλα μου. Το θέμα είναι πώς θα σηκωθείς, ντροπιασμένος, υποβασταζόμενος, με ενοχές, ή με ένα σιωπηλό χέρι βοήθειας, που όμως έχει την αναμενόμενη ανησυχία να μάθει τι συνέβη και να προσφέρει όση βοήθεια χρειάζεται; Κι όταν σηκωθείς, θα προλάβεις να καταλάβεις τι σου έχει συμβεί, ή θα το ακούσεις έτοιμο μπαίνοντας σε άγχος, φόβο και πόνο που δεν νιώθεις;

Εμείς οι γονείς αδυνατούμε για κάποιο λόγο να ξεχωρίσουμε το σώμα των παιδιών από το δικό μας. Αδυνατούμε να δεχτούμε ότι μπορεί να μη χρειάζονται βοήθεια κάθε φορά που πέφτουν, αλλά απλώς ένα χάδι και κατανόηση στο τι συνέβη. Αδυνατούμε να ελέγξουμε το σώμα και τις αντιδράσεις μας ώστε να μην τα αγχώσουμε ή τα κατηγορήσουμε που έπεσαν και δεν πρόσεχαν. Στα καθημερινά μικρά ατυχήματα η πλειονότητα των παιδιών ταράζονται και κλαίνε όχι γιατί πονάνε, αλλά από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντος. Υπάρχει βέβαια και η κατηγορία μπόνους που ακόμα και αν τρέχει αίμα σπεύδει να διακωμωδήσει την πτώση ονομάζοντάς το «δεν έπαθες τίποτα, καλέ· άντε, μωρέ,  που πονάς· να, θα το κάνω μάκια εγώ να περάσει» και άλλα τέτοια εύστοχα.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάνουμε όταν το παιδί μας χτυπήσει, εξυπακούεται όχι σοβαρά, γιατί εκεί προέχει μόνο η άμεση ιατρική βοήθεια και η ψυχραιμία. Αν μπορούσα να το βάλω σε τρία στάδια θα σας έλεγα  αρχικά να δώσετε τη βοήθειά σας να σηκωθεί το παιδί χωρίς να το τραβάτε ή να το σηκώνετε απότομα από το άγχος σας μην τραυματίστηκε πολύ. Με ηρεμία και αξιοπρέπεια, γιατί ήδη νιώθει άσχημα για αυτό που νιώθει ή βλέπουν οι άλλοι. Με το να αντιδρούμε τόσο έντονα το μόνο που καταφέρνουμε είναι να τραβάμε την προσοχή του κόσμου αλλά και να δίνουμε ένταση σε κάτι που δεν γνωρίζουμε πώς το αντιλαμβάνεται το παιδί σωματικά και συναισθηματικά.

Σε δεύτερο στάδιο, ενώ κρατάτε το παιδί κοντά σας, και αν κρίνετε αναγκαίο (γιατί μπορεί ήδη να έχει επιστρέψει σε αυτό που έκανε, οπότε τσάμπα η τρομάρα!)  περιγράψτε αντικειμενικά και χωρίς κρίσεις τι συνέβη. Έχει μεγάλη διαφορά το «είδα τι συνέβη, έτρεχες πάνω στο χαλί, πάτησες το λυτό κορδόνι σου και έπεσες με το κεφάλι, πονάς κάπου; Μπορώ να κοιτάξω το κεφάλι σου;» από το «επιτέλους, πότε θα πάψεις να τρέχεις, χίλιες φορές σου έχω πει να μη λύνεις τα κορδόνια σου, θα σκοτωθείς καμιά μέρα και θα τρέχουμε, Παναγία μου δεν το αντέχω πλέον αυτό το παιδί». Και η διαφορά είναι ότι στο πρώτο δίνουμε χρόνο και εικόνα τού τι συνέβη στο παιδί και το βάζουμε στη συζήτηση για κάτι που το αφορά και μόνο το ίδιο ξέρει αν πονά ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, εκτός του ότι δεν βοηθά καθόλου τον πνιγμένο να του μιλάμε για σχοινί, δεν δίνουμε κανένα περιθώριο καθησυχασμού και έκφρασης στο παιδί αφού αν μιλήσει θα τα κάνει χειρότερα.

Το τελευταίο στάδιο είναι η φροντίδα, όποια μορφή και αν έχει αυτή, σε συνδυασμό με την αποδοχή του δικού μας συναισθήματος για το τι συνέβη, αλλά κυρίως και του συναισθήματος του παιδιού. Η μητέρα μπορεί να πει στο παιδί ότι τρόμαξε που έπεσε, αλλά ευτυχώς δεν χτύπησε. Μπορεί να του πει ότι ανησυχεί όταν βλέπει συνέχεια τα κορδόνια του λυτά, ή απλώς να αποφασίσει πως ένα ζευγάρι παπούτσια με κορδόνια σε παιδιά κάτω των πέντε ετών είναι μόνο μπελάς! Όπως επίσης μπορεί να αποδεχτεί ότι το παιδί τρόμαξε και θέλει φροντίδα και προσοχή, έστω κι αν η ίδια πιστεύει ότι είναι υπερβολικό όλο αυτό αναλογικά με το αποτέλεσμα. Αν τώρα η φροντίδα έχει να κάνει και με τραύμα, είναι καλό να βάλουμε το παιδί στη διαδικασία όσο το φροντίζουμε, λέγοντας τι κάνουμε και όταν η όψη του τραύματος είναι σε καλή κατάσταση να το βάλουμε μπροστά σε έναν καθρέφτη να δει τι του συνέβη. Δεν ξεχνάμε ποτέ πως το δικό μας βλέμμα και συναίσθημα είναι αυτό που κατευθύνει το παιδί συν τον παράγοντα πόνο και τρομάρα! Α, και να μην ξεχάσω, μην αφήσετε τους καλοθελητές γνωστούς-άγνωστους να μπουν στο πανηγύρι της παρηγοριάς, γιατί αυτή θα είναι και η χαριστική βολή. Χωρίς παρεξήγηση, αυτό το άρθρο απευθύνεται σε μαμάδες αναγνώστριες και μπαμπάδες εφαρμοστές μιας και η ιστορία τούς έχει δικαιώσει περισσότερες φορές στον τομέα ψυχραιμία!

Η Ντίνα Νομικού είναι μοντεσοριανή εκπαιδευτικός-νηπιαγωγός Ε.Κ.Π.Α.
thechildin.blogspot.com 

Leave a Reply