ΑΧΑΡΙΣΤΗ ΜΑΜΑ ΣΕ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Λευκό μαγιό σε καβουρντισμένο κορμί. Υγρές κόρες ματιών παραδομένες σε πάλλευκο φως. Καλοκαιρινές νύχτες ονείρων χαμένες σε πρωινές παραισθήσεις:

«Μαμά, θέλω γάλα», «Μαμά, έκανα κακά», «Μαμά, θα παίξουμε;», «Μαμά, τι θα φάμε;», «Μαμά, πού θα πάμε;», «Μαμά, κολύμπα», «Μαμά, κοίτα», «Μαμά, παγωτό», «Μαμά, νερό», «Μαμά, κατουριέμαι», «Μαμά, βαριέμαι», «Μαμά, ξύπνα».

Πετάγομαι από το κρεβάτι συντροφιά με το κοκόρι της γειτόνισσας, εγώ κι αυτό, οι μόνοι ξύπνιοι του χωριού. Ρίχνω βλέφαρο στο κινητό, ώρα 6:30 το πρωί και, ως άλλη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, επιστρέφω στην «τρύπα» των Αθηνών, στον παραμορφωτικό καθρέφτη που με περίσσια μαεστρία μού μοστράριζε τον μαγικό κόσμο της θερινής μου ανάπαυλας. Τρυπώνω μέσα του και με βλέπω ξανά.

Τέλη Ιουλίου, εγώ, το σπίτι μου, ο άντρας μου και τα παιδιά μου, μια happy family που αναμένει με αγωνία να πατήσει, μ’ ένα δάχτυλο, τον διακόπτη εκκίνησης των θερινών διακοπών της. Ακούω ξανά τη φωνή μου: «Να ξέρατε μόνο πόσο όμορφα θα περάσουμε! Πόσα ψάρια θα ξεκοκαλίσουμε, πόσα παγωτά θα “λιώσουμε”, πόσο χρώμα θα πάρουμε, πόση κούραση θ’ αφήσουμε, πόση μιζέρια θα πετάξουμε, πόση χαρά θα μαζέψουμε, πόσες ειδήσεις θα ξεχάσουμε, πόσα νέα θα χαράξουμε…» Με βλέπω ξανά να φτιάχνω βαλίτσα. Μεγάλη βαλίτσα. Με 80 βρακιά, μαγιό, παρεό, σαγιονάρες, σαλιάρες, κουβαδάκια, κοκαλάκια, παιχνίδια, ρούχα «καλά», ρούχα «απλά», κι «ό,τι θέλετε πάρτε. Σήμερα, φεύγουμε διακοπές!»

Δύο ώρες on the road και να ’μαστε στο «μικρό σπίτι στο χωριό».  Εκεί σκάει και η πρώτη «λάμψη» στα γλαρωμένα μάτια μου: ο κήπος «ζούγκλα», τα ερπετά πολύχρωμα, η σκόνη βουνό, η μούχλα θάλασσα και μια κατσαρίδα highlight! Με βλέμμα Τζακ Νίκολσον στη «Λάμψη» ανακοινώνω πως «σήμερα δεν έχει μπάνιο» και πέφτω με τα γόνατα στη δουλειά. Τρίβω πατώματα (μαζί με τα μάτια μου), κλαδεύω κήπους (μαζί με τα όνειρά μου), καθαρίζω τζάμια, πατώματα και παράθυρα (παντελώς μόνη). Μόνη ανακαλύπτω ότι το πλυντήριο χάλασε, και το καζανάκι επίσης, και ότι το «μεγάλο κλιματιστικό στο μεγάλο δωμάτιο βγάζει μόνο… ζέστη, μαμά». Τη σβήνω στη θάλασσα συντροφιά με την πολυπόθητη ηρεμία μου: «Παιδί μου, μην πας τόσο βαθιά», «αγόρι μου, μην ξανακάνεις πατητή στην αδελφή σου, δεν ξέρει μπάνιο», «κορίτσι μου, μην τρως άμμο, θα σε πιάσει η κοιλιά σου», «βάλτε αντηλιακό», «βγάλτε ρούχα», «βάλτε μαγιό», «βγάλτε κουβαδάκια», «βάλτε βατραχοπέδιλα», «βγείτε από τη θάλασσα», «μπείτε στο αυτοκίνητο», «βγάλτε την άμμο», «βάλτε καθαρά ρούχα» και φτου κι απ’ την αρχή.

Ύστερα έχει μαγείρεμα. Και στρώσιμο τραπεζιού. Και «μαμά, δεν μ’ αρέσουν οι μπάμιες, θα φάω μόνο το κοτόπουλο». Και πλύσιμο πιάτων. Και «μαμά, δεν νυστάζω, έλα να παίξουμε». Και απογεύματα με δέκα πιτσιρίκια «στο δικό μας σπίτι, βρε μαμά, γιατί είναι πιο μεγάλο και παίζουμε καλύτερα κυνηγητό και κρυφτό και “γάτα γατούλα, τι χρώμα φοράς”». Βραδιάζει. Η πιτσιρικαρία αποχωρεί, ο πονοκέφαλος επιστρέφει. «Βγάλτε τα λασπωμένα ρούχα», «Κάντε μπάνιο», «Δεν θέλουμε το ίδιο φαγητό. Παράγγειλε σουβλάκια». Στρώνω τραπέζι, μαζεύω τραπέζι, πλένω τα πιάτα. «Πλύντε τα δόντια», «Πες μας παραμύθι», «Μαμά, τι είναι αυτή η πληγή;»  Σταφυλόκοκκος! «Τα παιδιά θα πρέπει να πάρουν αντιβίωση για τουλάχιστον δέκα ημέρες, δύο διαφορετικές αλοιφές για τις πληγές, να πλένουν ανά μία ώρα τα χέρια τους και να βρίσκονται σε περιβάλλον καθαρό, σχεδόν αποστειρωμένο».

Τρίβω, πλένω, σφουγγαρίζω, καθαρίζω και, στα μικρά διαλείμματα, στηριγμένη στο κοντάρι της σφουγγαρίστρας, αναθεματίζω τη ζέστη, και τα κουνούπια, και τη θάλασσα, και τον κήπο, και τα καρπούζια, και τους πολιτικούς, και τα πεπόνια, και τα ψάρια, και τα capital controls, και το καλοκαίρι ολόκληρο. Γιατί μου ’σκασε αυτό το μακροβούτι ταλαιπωρίας; Πού τρύπωσε η πολυπόθητη αίσθηση της θερινής ανάπαυλας; Οι άλλες μαμάδες έχουν νεύρα; Οι άλλοι μπαμπάδες τις αποκαλούν «υστερικές;» Τα άλλα παιδιά είναι πιο φρόνιμα; Τι κάνω λάθος; Τι δεν μπορώ να κάνω καλά; Τι θα μπορούσα να κάνω καλύτερα; Κλαίω, στηριγμένη στο κοντάρι της σφουγγαρίστρας, μέχρι τη στιγμή που ένα χέρι σκάει στο ηλιοκαμένο μου πρόσωπο ένα χαστούκι τόσο δυνατό που με κάνει να χάσω την ισορροπία μου και να σωριαστώ στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση.

thumb

Εκεί, πίσω από την οθόνη της, αντικρίζω ένα εξάχρονο αγοράκι σαν τον γιο μου, να περιφέρεται με άδεια μάτια στο Πεδίον του Άρεως. Τον ακολουθεί ένα κοριτσάκι, στην ηλικία της κόρης μου, με δάκρυα στα μάτια. Η μάνα τους, μία όμορφη Σύρια, είχε πριν από λίγο καιρό και δουλειά, και σπίτι, και χαρούμενα καλοκαίρια, και όνειρα σαν τα δικά μου και τα δικά σου. Και όταν η βόμβα του πολέμου έσκασε στα χέρια της μετατράπηκε μαζί με τα παιδιά της σε ικέτιδα καινούργιας πατρίδας που δεν προτίθεται να της δώσει κανείς. Κι όμως. Αυτή η γυναίκα δεν κλαίει. Σε αντίθεση με τα δικά μου δάκρυα κακομαθημενιάς, εκείνη έχει ένα χαμόγελο τόσο λαμπερό που με κάνει να φαίνομαι και αχάριστη, και μικρή, και τιποτένια. Γκρινιάζω για τα ερπετά, για τα κουνούπια, για τη ζέστη, για τη σκόνη, για την κούραση, για τις υποχρεώσεις, έννοιες και καταστάσεις που αν, ως διά μαγείας, τις χάριζες σε εκείνη τη μάνα θα την έκανες την πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Ναι. Αυτό το καλοκαίρι δεν ήταν τέλειο. Ήταν πιεσμένο, φτωχό, ενίοτε και συννεφιασμένο, αλλά ο ήλιος ήταν ακόμη εδώ… Και μόνο γι’ αυτό οφείλουμε να χαμογελάμε και στον δρόμο της επιστροφής να ευχόμαστε να ξαναζήσουμε «πολλά τέτοια καλοκαίρια…» .

Leave a Reply