Το σπίτι μας, αν και σχετικά ευρύχωρο, ήταν μέχρι πρότινος πηγμένο από παιδικά παιχνίδια. Όχι μόνο στο δωμάτιο των παιδιών, αλλά παντού. Στο σαλόνι, στην τραπεζαρία, στο γραφείο, στην κρεβατοκάμαρά μας, στις βεράντες, ακόμα και μέσα στο μπάνιο. Δεν συζητάω για τα παιχνίδια που είναι (ακόμα) στιβαγμένα σε πατάρια και αποθήκη και περιμένουν τη σειρά τους να βρουν τον δρόμο τους. Μιλάω για όσα ήταν σε κοινή θέα.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα 9 χρόνια που είμαστε γονείς και δεχόμαστε κάθε τόσο γεμάτες τζαμποσακούλες και μουστακοσακούλες και πανταζοπουλοσακούλες και ερλιλερνινγκσέντερ σακούλες και άλλες διάφορες παιχνιδοσακούλες, έχουμε δώσει άπειρα παιχνίδια σε φίλους και σε παιδικούς σταθμούς-νηπιαγωγεία. Παρόλα αυτά, τα παιχνίδια παρέμεναν ατέλειωτα.
Εκτός από το θέμα του χώρου, το πρόβλημα ήταν ότι με τόση ποικιλία διάσπαρτη παντού, τα παιδιά ξεχνούσαν τι είχαν, ξεχνούσαν πού είναι ό,τι ήθελαν, έχαναν πολλά (και εν τέλει δεν τα ένοιαζε κιόλας), αποσπώνταν, βαριούνταν πανεύκολα και γενικά σαφώς βλάφτηκαν, παρά ωφελήθηκαν από αυτή την κατάσταση.
Αν με ρωτήσετε σήμερα, στα 38 μου, θυμάμαι σχεδόν όλα μου τα παιχνίδια, τα λίγα και καλά, το ποιος μου τα είχε φέρει, το πότε και από πού αγοράστηκαν. Θυμάμαι ένα γιγάντιο παζλ την παραμονή Χριστουγέννων του 1984 από το Μινιόν, δώρο του παππού και της γιαγιάς, θυμάμαι τον Στάβλο-Σπιτάκι των μικρών μου πόνι, δώρο των γονέων μου την Πρωτοχρονιά (μάλλον) του 1988, και τα δυο πόνι, ροζ και γαλάζιο, που φώλιαζαν μέσα, θυμάμαι το κουκλόσπιτο της Μπάρμπι, αγορασμένο από τον κουμπαρά μου, δώρο του εαυτού μου για τα όγδοά μου γενέθλια, με το οποίο έπαιζα μέχρι την εφηβεία… Θυμάμαι επίσης, ότι από κούκλες είχα δυο Μπάρμπι, μια Μπιμπιμπό, μια άλλη μικρούλα που δεν θυμάμαι όνομα, κάτι τύπου ανιψιά της Μπάρμπι, έναν Κεν και έναν Τζον Τζον. Αυτά. Τα παιδιά μου τι θυμούνται; Ένα χάος…
Εδώ και λίγες ημέρες, με τη λήξη του έτους, ξεκίνησαν με τον μπαμπά τους (γιατί η μαμά έχει σπασμένο πόδι) ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα παιχνιδιών και χαζοαντικειμένων για να διαμορφώσουν εκ νέου τον χώρο τους και να ανασάνουν κι αυτά κι εμείς μαζί τους. Δεν έγινε εύκολα. Είχαμε κλάματα. Είχαμε γκρίνιες. Είχαμε διαφωνίες.
-“όχι αυτό, το αγαπώ”,
-“μα, από πότε έχεις να το δεις”
-“είχα ξεχάσει ότι το έχω, αλλά το θέλω”
-“αποχαιρέτα την, την Λαλαλούπσι που φεύγει, αποχαιρέτα το, το Μονσούνο που χάνεις”
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος…
Σπασμένες πλαστικούρες, ακέφαλες Μπάρμπι και μονόποδες Νίντζα, αυτοκίνητα χωρίς ρόδες, ακατανόητα κατασκευάσματα από kids meals και kinder εκπλήξεις, σκισμένες κάρτες και τάπες από δημητριακά, έφυγαν για ανακύκλωση, πανάκριβα αγορασμένα δώρα (εξ ημών και άλλων), που -αν και σε άριστη κατάσταση- “μπαμπά, δεν τα παίζει πια κανείς” διοχετεύτηκαν σε παιδάκια συγγενών και φίλων, που τα έχουν ανάγκη, παιχνίδια για “μωρά” (δηλαδή για μικρότερα παιδιά) μπήκαν σε σακούλες για παιδικούς σταθμούς, χώρους παιχνιδοθεραπείας και νηπιαγωγεία, ελάχιστα είδη κρατήθηκαν ως αναμνηστικά και αποθηκεύτηκαν.
Μείναμε με λίγα (που και πάλι πολλά είναι) και καλά. Άπειρα lego, αρκετά επιτραπέζια, μουσικά όργανα, είδη μεταμφίεσης, κούκλες και αυτοκινητάκια. Ορίστηκαν θέσεις για το καθένα από αυτά. Σε κουτιά, ράφια, ντουλάπια. Ορίστηκαν κανόνες. Οτιδήποτε νέο θα μένει στο κουτί του, θα βρίσκει τη συγκεκριμένη θέση του, θα παίζεται αφού έχουν μαζευτεί όλα τα άλλα. Για κάθε καινούριο που θα έρχεται, ένα παλιό θα φεύγει.
Ήδη τα παιδιά είναι πιο ήρεμα. Παίζουν καλύτερα. Ξέρουν τι ψάχνουν και πού είναι αυτό που ψάχνουν. Συνειδητοποίησαν πως οι μόδες περνάνε, πως η διαχρονικότητα είναι αυτή που έχει μεγάλη σημασία για ένα παιχνίδι, πως το κάθε πράγμα θέλει τον χώρο του για να μπορεί να τους δώσει χαρά.
Κάνοντας μια ανασκόπηση, συνειδητοποιήσαμε πως δεν καταλάβαμε πότε και πώς πνιγήκαμε από παιχνίδια. Πως είναι πολύ εύκολο, αν χάσεις λίγο τον έλεγχο, αυτά να καταλάβουν μεγάλο μέρος του ζωτικού σου χώρου και να σε νικήσουν κατά κράτος, στιβαζόμενα παντού και γεμίζοντας σκόνη. Είχαμε τόσα πολλά παιχνίδια, που τα παιδιά δεν έπαιζαν με αυτά. Ή μάλλον έπαιζαν. Για λίγο. Μόλις τους τα έφερναν. Την επόμενη μέρα, είχαν χαθεί μέσα στον σωρό με τους αμέτρητους άλλους “συναδέλφους” τους.
Αναρωτιέμαι πόσες ώρες έχασα και έχασαν και τα ίδια τα παιδιά ταχτοποιώντας βρώμικα παιχνιδοπανέρια, καθαρίζοντας σκονισμένες κούτες, κάνοντας χρονοβόρο triage για το τι θα δώσουμε και πού θα το δώσουμε. Και προβληματίζομαι για τη γενιά ημών των υλιστών γονέων (και πάντων άλλων συγγενών και φίλων) που δεν καταλαβαίνουμε πόσο κακό κάνει σε όλη την οικογένεια αυτή η παιχνιδοαφθονία, και δη εν μέσω κρίσης. Δεν χρειάζεται καν να πάμε σε παιχνιδάδικο. Κάνοντας μια βόλτα σε ένα περίπτερο ή στο σούπερ μάρκετ, τα (κακομαθημένα) παιδιά μας ζητούν ό,τι δουν. Κι εμείς τους τα παίρνουμε. Κι ας είναι ότι πιο άχρηστο, χείριστης ποιότητας, άκυρο, ανόητο, φτηνιάρικο αντικείμενο. Και έτσι, χάνονται μέσα στον κυκεώνα και τα καλά παιχνίδια. Τα ποιοτικά παιχνίδια που πραγματικά έχουν να δώσουν εφόδια ζωής στα παιδιά. Και τα λίγα αυτοκινητάκια που θα κρατήσουν διακοσμητικά στην ενήλικη βιβλιοθήκη τους και θα τους ρίχνουν λοξά βλέμματα πού και πού, οι λίγες κούκλες που θα κληροδοτήσουν στο δικό τους παιδί για να τις ξαναφροντίσουν μαζί του…
Φυσικά, δεν θα σταματήσουμε να αγοράζουμε στα παιδιά μας παιχνίδια. Γιατί τους είναι απαραίτητα. Αλλά, όπως προανέφερα, θα μπουν κανόνες, και θα κάνουμε πολύ καλή έρευνα πριν τα βάλουμε σπίτι μας. Και σε γιορτογενέθλια, θα τους κάνουμε δώρα ρούχα (γιατί μεγαλώνουν με ταχύτατους ρυθμούς), βιβλία (όπως λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι “You can never have too many books” και το αφήνω αμετάφραστο γιατί μου αρέσει καλύτερα έτσι), βόλτες για παγωτό, βραδιές στο σινεμά με ποπκόρν και χυμό, πικνίκ στο βουνό με νόστιμα μεζεδάκια, επισκέψεις σε μουσεία, γιατί όχι και μια μικρή εκδρομή! Θα τα θυμούνται πολύ εντονότερα και πιθανότατα για πάντα! Και, είμαι σίγουρη, θα μας ευγνωμονούν.
Υ.Γ. Σημείωση προς τον εαυτό μου: Να θυμάσαι: Δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να εξηγήσεις σε έναν εννιάχρονο ότι δεν χρειάζεται πέντε, αλλά μία μπάλα μπάσκετ. Απλά δεν του αγοράζεις άλλες δυο και αλλάζεις άλλες δυο που σου έφεραν δώρο. Χωρίς διαπραγματεύσεις. Δεν έχει νόημα να εξηγήσεις σε μια επτάχρονη ότι οι σκουπιδοπαρέες είναι αυτό που λέει το πρώτο συνθετικό τους. Απλά δεν της τις αγοράζεις και της παίρνεις χάντρες να φτιάξει τα δικά της κοσμήματα.