ΕΙΔΙΚΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

«Δεν μας κάλεσαν ούτε μια φορά σε παιδικό πάρτι, ούτε σε γιορτές συγγενών. Ο Δημήτρης επέστρεφε πάντα κλαίγοντας από το σχολείο γιατί οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν. Μια φορά μόνο βγήκε να παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς και γύρισε πάλι κλαίγοντας. Μετά, απλώς τον έπαιρνα και πηγαίναμε μακριά, ακόμα και για να κάνει ποδήλατο. Δεν φταίνε τα παιδιά. Είναι και αυτό ένα θέμα ανατροφής και παιδείας». Ο Δημήτρης, ο γιος της Μαίρης, έχει νοητική καθυστέρηση. Η ίδια το κατάλαβε λίγο αργά, όπως λέει, και μαζί ανακάλυψε την απόλυτη έλλειψη πρόνοιας που υπάρχει, αλλά και πλευρές της κοινωνίας μας που ως τότε δεν είχε φανταστεί.
« Όλα πρέπει να τα κάνεις μόνη» λέει. «Να αναγνωρίζεις το πρόβλημα, να βρεις ειδικούς, να επιλέξεις τον καταλληλότερο, να δεις ποιος είναι καλός, ποιος σε εκμεταλλεύεται, να τους πληρώσεις, να τους ελέγχεις». Η αποδοχή του προβλήματος είναι το σημαντικότερο και το δυσκολότερο, όπως λέει, βήμα: «Δύσκολα βλέπεις το πρόβλημα του παιδιού σου. Μέχρι περίπου τα 3,5 χρόνια του εγώ θεωρούσα πως έχω ένα υπερκινητικό παιδί και ο μπαμπάς του ούτε καν αυτό: ακόμα και τη νευρικότητά του την ερμήνευε ως δυναμισμό. Παραξενευόμουν, βέβαια, που καθυστερούσε πολύ να περπατήσει, να μιλήσει, να κάνει οτιδήποτε έκαναν άλλα παιδιά στην ηλικία του». Καθησύχαζε, όμως, πολύ εύκολα κάθε φορά που επισκεπτόταν τον παιδίατρο. «Μου έλεγε πως αυτά συμβαίνουν, πως ακόμα και τα όσα  παρατηρούσα στην εξωτερική του εμφάνιση δεν ήταν περίεργα».
Όταν ετοιμαζόταν να στείλει τον Δημήτρη στον παιδικό σταθμό, αποφάσισε να επισκεφθεί ένα κέντρο λογοθεραπείας. «Ούτε εκεί μου είπαν τίποτα. Απλώς μίλησαν για μια καθυστέρηση στην ανάπτυξη και αρνήθηκαν να τον αναλάβουν. Απευθύνθηκα, λοιπόν, σε ειδική αναπτυξιολόγο στο Παίδων. Η κυρία Θωμαΐδου ήταν ειλικρινής. Μου είπε πως το παιδί μου, στα τέσσερα σχεδόν, είχε νοημοσύνη μωρού έξι μηνών. Τρελάθηκα! Και το πρώτο που έκανα ήταν να πάρω τον Δημήτρη αγκαλιά και να πάω στον παιδίατρο. Ούρλιαζα από θυμό!»
Μετά τον θυμό ήρθε η αποδοχή. Και μαζί της άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση. «Υπάρχει μια ψαλίδα που σιγά σιγά κλείνει. Στην αρχή η αναπτυξιολόγος μού είχε πει πως μπορεί να κλείσει και τελείως έως τα 15. Δεν συνέβη αυτό, αλλά ίσως έδωσε δύναμη το γεγονός ότι το πίστευα».

Με τα χίλια
«Με τα χίλια πρέπει να τρέχει όποιος μάθει πως το παιδί του έχει πρόβλημα. Κι όσο πιο γρήγορα το διαπιστώσει, τόσο καλύτερα. Και βεβαίως, όσο πιο γρήγορα το πάρει απόφαση. Δεν είναι εύκολο. Νομίζεις πως όλο και κάτι θα γίνει. Γι’ αυτό και ακόμα και το επίδομα που δικαιούται ο Δημήτρης έκανα δέκα χρόνια να το ζητήσω – άρνηση ήταν κι αυτό». Ακολουθώντας τις οδηγίες της αναπτυξιολόγου άρχισε να ψάχνει για ψυχολόγο ειδικευμένο στην πρώιμη παρέμβαση, εργασιοθεραπευτή, λογοθεραπευτή. Μετά τη δουλειά της, άρχιζε το τρέξιμο. «Χρειαζόταν υπομονή και κόπος για το παραμικρό. Αλλά στο κάθε βηματάκι μού φαινόταν σαν να μου προσέφεραν όλα τα καλά του κόσμου!»
Ο Δημήτρης σε κανονικό δημοτικό σχολείο. «Ίσως ήταν λάθος αυτό», λέει τώρα η Μαίρη. «Αν πήγαινε σε ειδικό σχολείο δεν θα ένιωθε, τουλάχιστον, κάθε μέρα απόρριψη. Δεν θα πληγωνόταν από τους συμμαθητές του και δεν θα είχε να αντιμετωπίσει την αδιαφορία των δασκάλων». Ταμπουρωμένοι πίσω από τον όρο «παιδί με ειδικές ικανότητες», ο οποίος μπορεί να είναι «πολιτικώς ορθός», αλλά το μόνο που κάνει είναι να συσκοτίζει τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει ένας ανάπηρος, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί δήλωναν στη Μαίρη ότι δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στον γιο της μια και έτσι θα εξαναγκαζόταν να ανακαλύψει τις «ειδικές του ικανότητες». Πάντως, με πολύ κόπο και δασκάλα στο σπίτι ο Δημήτρης έμαθε να γράφει και να διαβάζει. Στα δώδεκα ήρθε η ώρα ενός ειδικού κέντρου επαγγελματικής κατάρτισης. Στην αρχή ασχολήθηκε με την κηπουρική, μετά άρχισε να μαθαίνει να δουλεύει τον πηλό. «Επί δύο χρόνια έφτιαχνε όλη την ημέρα ψαράκια! Φυσικά βαρέθηκε», εξηγεί η Μαίρη, «το μόνο στο οποίο τον ωφέλησε ήταν ότι γνώρισε δύο κοριτσάκια με τα οποία έκανε παρέα».

Κατ’ οίκον εκπαίδευση
Έτσι ξανάρχισε η αναζήτηση ανθρώπων και δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον Δημήτρη να προχωρήσει μερικά βήματα ακόμα. «Βρήκα έναν εργοθεραπευτή ο οποίος εφάρμοζε κι ένα πρόγραμμα όπου φοιτητές αναλάμβαναν, έναντι αμοιβής, να πηγαίνουν και ‘‘φιλικές’’ βόλτες με τα παιδιά, συνέχισα τα μαθήματα στο σπίτι, δοκιμάσαμε όλα τα σπορ, κάνει αγγλικά για να μπορεί να πηγαίνει μόνος στο σούπερ μάρκετ και να διαβάζει τις ονομασίες των προϊόντων. Αλλά αυτό που τον γοήτευσε είναι τα μαθήματα ζωγραφικής. Είναι πια όλη του η ζωή!» Τι θα γίνει αργότερα δεν το ξέρει. «Οι ελπίδες για επαγγελματική αποκατάσταση είναι ελάχιστες. Θεωρητικά, θα μπορούσε να δουλέψει σε κάποιον δήμο π.χ. Για να γίνει αυτό, όμως, θα έπρεπε να υπάρχει εκεί κάποιος που να έχει τον χρόνο και την υπομονή να τον εκπαιδεύσει. Δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει καμιά κρατική πρόνοια. Μόνο το σπίτι. Και πολλή μοναξιά, η οποία οφείλεται και στο γεγονός ότι η ίδια η κοινωνία μας δεν είναι ώριμη να δεχθεί ένα τέτοιο παιδί».

3 Σχόλια

  1. nikos papadopoulos 4 Δεκεμβρίου, 2013
  2. fotini 4 Δεκεμβρίου, 2013
  3. Ειρηνη 4 Δεκεμβρίου, 2013

Leave a Reply